Η καταγγελία δεν προήλθε από δημοσιογράφο ούτε από ιδιώτη αρθρογράφο – «είδη» παντελώς αμελητέα για τους ασκούντες την εξουσία. Προήλθε (και δεν είναι η πρώτη φορά) από ανώτατο κρατικό λειτουργό επιφορτισμένον να ασκεί, εκ μέρους της κοινωνίας και για την προστασία της, τον έλεγχο της δημόσιας διοίκησης. Βεβαίως, στις δεκαετίες της μεταπολίτευσης, η καμουφλαρισμένη με δημοκρατικές επιφάσεις δικτατορική κομματοκρατία περιφρονεί απροσχημάτιστα κάθε θεσμό προστασίας του πολίτη από την αυθαιρεσία της εξουσίας. Φτάσαμε στο σημείο, ακόμα και τη μέγιστη κοινωνική κατάκτηση, το Συμβούλιο της Επικρατείας, να την αμφισβητούν απροσχημάτιστα (και ατιμώρητα) υπουργοί του σημερινού, διεκπεραιωτικού αλλοδαπών εντολών, κυβερνητικού σχήματος. Να τους εξοργίζει (αντί να τους ενθουσιάζει ως δημοκράτες) η «παρέμβαση της Δικαιοσύνης στον τρόπο που η κυβέρνηση νομοθετεί».
Στις 17.9, ο γενικός επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης και πρώην αρεοπαγίτης κ. Λέανδρος Ρακιντζής κατέθεσε στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής καταγγελίες για την «ιδιότυπη ασυλία» που απολαμβάνουν γνωστοί μεγιστάνες του πλούτου, για νομοθετικές ρυθμίσεις που ψηφίζει η Βουλή προκειμένου να συγκαλύψει διεφθαρμένες συμπεριφορές τους. Καταγγέλλει ο γενικός επιθεωρητής στην έκθεσή του για το 2013 («Κ» 18.9.2014) την αθώωση οικονομικών εγκλημάτων με βουλεύματα δικαστικών συμβουλίων, δηλαδή με διαδικασίες για τις οποίες δεν ισχύει η αρχή της δημοσιότητας, γι’ αυτό και τα βουλεύματα δεν δημοσιεύονται, απλώς εκδίδονται. Ποια καταλήστευση δημόσιου χρήματος, ποιος ίλιγγος αυθαιρεσίας και ιταμότητας της λωποδυσίας καλύπτεται τόσο με βουλεύματα όσο και με «κανόνες - νομοθετικές ρυθμίσεις, που θεσπίζονται ad hoc» από την κυβερνητική συμπαράταξη – ο κ. Ρακιντζής τα καταγγέλλει χωρίς να τα κατονομάζει, προκαλεί την τακτική Δικαιοσύνη να επέμβει.